Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀραιός
ἀραιόσαρκος
ἀραιόστημος
ἀραιόστυλος
ἀραιοσύγκριτος
ἀραιότης
ἀραιότρητος
ἀραιόφθαλμος
ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
ἀρακόχερσος
ἀρακώδης
View word page
ἀραιώδης
loose of substance, porous
ShortDef
loose of substance, porous
Debugging
Headword:
ἀραιώδης
Headword (normalized):
ἀραιώδης
Headword (normalized/stripped):
αραιωδης
IDX:
12799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12800
Key:
Data
{'content': 'loose of substance, porous'}