Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβρόδαις
ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
View word page
ἁβρόβιος
living delicately, effeminate
ShortDef
living delicately, effeminate
Debugging
Headword:
ἁβρόβιος
Headword (normalized):
ἁβρόβιος
Headword (normalized/stripped):
αβροβιος
IDX:
127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-128
Key:
Data
{'content': 'living delicately, effeminate'}