Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀραιόπορος
ἀραῖος
ἀραιός
ἀραιόσαρκος
ἀραιόστημος
ἀραιόστυλος
ἀραιοσύγκριτος
ἀραιότης
ἀραιότρητος
ἀραιόφθαλμος
ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
ἄρακος
ἀρακόσπερμον
ἀρακόσπορος
View word page
ἀραιόφυλλος
with scanty leaves

ShortDef

with scanty leaves

Debugging

Headword:
ἀραιόφυλλος
Headword (normalized):
ἀραιόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
αραιοφυλλος
IDX:
12797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12798
Key:

Data

{'content': 'with scanty leaves'}