Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀραιά
Ἀραιθυρέη
ἀραιόδους
ἀραιόπορος
ἀραῖος
ἀραιός
ἀραιόσαρκος
ἀραιόστημος
ἀραιόστυλος
ἀραιοσύγκριτος
ἀραιότης
ἀραιότρητος
ἀραιόφθαλμος
ἀραιόφυλλος
ἀραιόω
ἀραιώδης
ἀραίωμα
ἀραίωσις
ἀραιωτικός
ἀρακικός
ἀρακόειος
View word page
ἀραιότης
looseness of substance, porousness, rarity
ShortDef
looseness of substance, porousness, rarity
Debugging
Headword:
ἀραιότης
Headword (normalized):
ἀραιότης
Headword (normalized/stripped):
αραιοτης
IDX:
12794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12795
Key:
Data
{'content': 'looseness of substance, porousness, rarity'}