Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀραβίζω
Ἀραβικός
Ἀράβιος
Ἀραβιστί
ἄραβος
ἀραβοτοξότης
ἀράγδην
ἀραγμός
ἀρᾳδιούργητος
ἄραδος
ἀράζω
ἀραιά
Ἀραιθυρέη
ἀραιόδους
ἀραιόπορος
ἀραῖος
ἀραιός
ἀραιόσαρκος
ἀραιόστημος
ἀραιόστυλος
ἀραιοσύγκριτος
View word page
ἀράζω
snarl, growl

ShortDef

snarl, growl

Debugging

Headword:
ἀράζω
Headword (normalized):
ἀράζω
Headword (normalized/stripped):
αραζω
IDX:
12783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12784
Key:

Data

{'content': 'snarl, growl'}