Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀραβίδες
Ἀραβίζω
Ἀραβικός
Ἀράβιος
Ἀραβιστί
ἄραβος
ἀραβοτοξότης
ἀράγδην
ἀραγμός
ἀρᾳδιούργητος
ἄραδος
ἀράζω
ἀραιά
Ἀραιθυρέη
ἀραιόδους
ἀραιόπορος
ἀραῖος
ἀραιός
ἀραιόσαρκος
ἀραιόστημος
ἀραιόστυλος
View word page
ἄραδος
disturbance
ShortDef
disturbance
Debugging
Headword:
ἄραδος
Headword (normalized):
ἄραδος
Headword (normalized/stripped):
αραδος
IDX:
12782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12783
Key:
Data
{'content': 'disturbance'}