Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀραβέω
Ἀραβία
ἀραβίδες
Ἀραβίζω
Ἀραβικός
Ἀράβιος
Ἀραβιστί
ἄραβος
ἀραβοτοξότης
ἀράγδην
ἀραγμός
ἀρᾳδιούργητος
ἄραδος
ἀράζω
ἀραιά
Ἀραιθυρέη
ἀραιόδους
ἀραιόπορος
ἀραῖος
ἀραιός
ἀραιόσαρκος
View word page
ἀραγμός
a clashing, clattering, rattling

ShortDef

a clashing, clattering, rattling

Debugging

Headword:
ἀραγμός
Headword (normalized):
ἀραγμός
Headword (normalized/stripped):
αραγμος
IDX:
12780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12781
Key:

Data

{'content': 'a clashing, clattering, rattling'}