Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπωσικύματος
ἄπωσις
ἀπωστέον
ἀπωστέος
ἀπώστης
ἀπωστικός
ἀπωστός
ἀπωτάτω
ἀπώτερος
ἀπωτέρω
ἄπωτος
ἀπωχραίνω
ἀρά
ἆρα
ἄρα
Ἀραβάρχης
Ἀραβαρχία
ἀραβέω
Ἀραβία
ἀραβίδες
Ἀραβίζω
View word page
ἄπωτος
deaf

ShortDef

deaf

Debugging

Headword:
ἄπωτος
Headword (normalized):
ἄπωτος
Headword (normalized/stripped):
απωτος
IDX:
12763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12764
Key:

Data

{'content': 'deaf'}