Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπώλεια
ἀπωλεσίοικος
ἀπώλευτος
ἀπώμαστος
ἀπωμοσία
ἀπωμοτικός
ἀπώμοτος
ἀπωνέομαι
ἀπωρυγίζω
ἀπωρυγισμός
ἀπῶρυξ
ἀπωρωσία
ἀπώρωτος
ἀπωσίκακος
ἀπωσικύματος
ἄπωσις
ἀπωστέον
ἀπωστέος
ἀπώστης
ἀπωστικός
ἀπωστός
View word page
ἀπῶρυξ
canal from
ShortDef
canal from
Debugging
Headword:
ἀπῶρυξ
Headword (normalized):
ἀπῶρυξ
Headword (normalized/stripped):
απωρυξ
IDX:
12749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12750
Key:
Data
{'content': 'canal from'}