Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπώθητος
ἀπωθία
ἀπώλεια
ἀπωλεσίοικος
ἀπώλευτος
ἀπώμαστος
ἀπωμοσία
ἀπωμοτικός
ἀπώμοτος
ἀπωνέομαι
ἀπωρυγίζω
ἀπωρυγισμός
ἀπῶρυξ
ἀπωρωσία
ἀπώρωτος
ἀπωσίκακος
ἀπωσικύματος
ἄπωσις
ἀπωστέον
ἀπωστέος
ἀπώστης
View word page
ἀπωρυγίζω
dig up

ShortDef

dig up

Debugging

Headword:
ἀπωρυγίζω
Headword (normalized):
ἀπωρυγίζω
Headword (normalized/stripped):
απωρυγιζω
IDX:
12747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12748
Key:

Data

{'content': 'dig up'}