Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπῳδέω
ἀπῳδός
ἄπωθεν
ἀπωθέω
ἀπώθησις
ἀπωθητής
ἀπώθητος
ἀπωθία
ἀπώλεια
ἀπωλεσίοικος
ἀπώλευτος
ἀπώμαστος
ἀπωμοσία
ἀπωμοτικός
ἀπώμοτος
ἀπωνέομαι
ἀπωρυγίζω
ἀπωρυγισμός
ἀπῶρυξ
ἀπωρωσία
ἀπώρωτος
View word page
ἀπώλευτος
unbroken

ShortDef

unbroken

Debugging

Headword:
ἀπώλευτος
Headword (normalized):
ἀπώλευτος
Headword (normalized/stripped):
απωλευτος
IDX:
12741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12742
Key:

Data

{'content': 'unbroken'}