Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
ἀδρανέω
ἀδρανής
ἀδρανία
Ἀδράστεια
Ἀδράστειος
Ἀδραστίδης
Ἄδραστος
ἄδραστος
ἄδρατος
ἀδρέπανος
ἁδρεπήβολος
View word page
ἀδρανέω
to be weak
ShortDef
to be weak
Debugging
Headword:
ἀδρανέω
Headword (normalized):
ἀδρανέω
Headword (normalized/stripped):
αδρανεω
IDX:
1272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1273
Key:
Data
{'content': 'to be weak'}