Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
ἀδρανέω
ἀδρανής
ἀδρανία
Ἀδράστεια
Ἀδράστειος
Ἀδραστίδης
Ἄδραστος
ἄδραστος
ἄδρατος
ἀδρέπανος
View word page
Ἀδραμύττιον
Adramyttium (modern Edremit)

ShortDef

Adramyttium (modern Edremit)

Debugging

Headword:
Ἀδραμύττιον
Headword (normalized):
ἀδραμύττιον
Headword (normalized/stripped):
αδραμυττιον
IDX:
1271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1272
Key:

Data

{'content': 'Adramyttium (modern Edremit)'}