Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
ἀδρανέω
ἀδρανής
ἀδρανία
Ἀδράστεια
Ἀδράστειος
Ἀδραστίδης
Ἄδραστος
ἄδραστος
ἄδρατος
View word page
Ἀδραμυττηνός
of Adramyttium

ShortDef

of Adramyttium

Debugging

Headword:
Ἀδραμυττηνός
Headword (normalized):
ἀδραμυττηνός
Headword (normalized/stripped):
αδραμυττηνος
IDX:
1270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1271
Key:

Data

{'content': 'of Adramyttium'}