Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἀπτέρυγος
ἀπτερύομαι
ἀπτέρωτος
ἀπτήν
ἁπτικός
ἄπτιλος
ἄπτιστος
ἀπτοεπής
ἀπτόητος
ἀπτολέμιστος
ἁπτός
ἅπτρα
ἄπτυστος
ἅπτω
ἁπτώδιον
ἀπτώξ
ἀπτώς
ἄπτωτος
ἄπυγος
View word page
ἀπτόητος
undaunted
ShortDef
undaunted
Debugging
Headword:
ἀπτόητος
Headword (normalized):
ἀπτόητος
Headword (normalized/stripped):
απτοητος
IDX:
12704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12705
Key:
Data
{'content': 'undaunted'}