Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἀπτέρυγος
ἀπτερύομαι
ἀπτέρωτος
ἀπτήν
ἁπτικός
ἄπτιλος
ἄπτιστος
ἀπτοεπής
ἀπτόητος
ἀπτολέμιστος
ἁπτός
ἅπτρα
ἄπτυστος
ἅπτω
ἁπτώδιον
ἀπτώξ
ἀπτώς
View word page
ἄπτιστος
not winnowed
ShortDef
not winnowed
Debugging
Headword:
ἄπτιστος
Headword (normalized):
ἄπτιστος
Headword (normalized/stripped):
απτιστος
IDX:
12702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12703
Key:
Data
{'content': 'not winnowed'}