Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπροφώνητος
ἀπρόχωστος
ἀπρυτάνευτος
ἀπταισία
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἀπτέρυγος
ἀπτερύομαι
ἀπτέρωτος
ἀπτήν
ἁπτικός
ἄπτιλος
ἄπτιστος
ἀπτοεπής
ἀπτόητος
ἀπτολέμιστος
View word page
ἄπτερος
without wings, unwinged

ShortDef

without wings, unwinged

Debugging

Headword:
ἄπτερος
Headword (normalized):
ἄπτερος
Headword (normalized/stripped):
απτερος
IDX:
12695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12696
Key:

Data

{'content': 'without wings, unwinged'}