Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπρόσχωρος
ἀπρόσψαυστος
ἀπροσωπόληπτος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίελπτος
ἀπροτίμαστος
ἀπροτίοπτος
ἀπροφανής
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
ἀπροφώνητος
ἀπρόχωστος
ἀπρυτάνευτος
ἀπταισία
ἄπταιστος
ἁπτέον
ἀπτερέως
ἄπτερος
ἀπτέρυγος
ἀπτερύομαι
View word page
ἀπροφύλακτος
not guarded against, unforeseen

ShortDef

not guarded against, unforeseen

Debugging

Headword:
ἀπροφύλακτος
Headword (normalized):
ἀπροφύλακτος
Headword (normalized/stripped):
απροφυλακτος
IDX:
12687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12688
Key:

Data

{'content': 'not guarded against, unforeseen'}