Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
ἀδρανέω
ἀδρανής
ἀδρανία
Ἀδράστεια
Ἀδράστειος
Ἀδραστίδης
View word page
ἀδούλωτος
unenslaved, unsubdued

ShortDef

unenslaved, unsubdued

Debugging

Headword:
ἀδούλωτος
Headword (normalized):
ἀδούλωτος
Headword (normalized/stripped):
αδουλωτος
IDX:
1267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1268
Key:

Data

{'content': 'unenslaved, unsubdued'}