Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπροστάτευτος
ἀπροστίμητος
ἀπρόστομος
ἀπρόσφιλος
ἀπρόσφορος
ἀπροσφυής
ἀπρόσφυλος
ἀπροσφωνητί
ἀπροσφώνητος
ἀπρόσχημος
ἀπρόσχωρος
ἀπρόσψαυστος
ἀπροσωπόληπτος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίελπτος
ἀπροτίμαστος
ἀπροτίοπτος
ἀπροφανής
ἀπροφάσιστος
ἀπρόφατος
ἀπροφύλακτος
View word page
ἀπρόσχωρος
arrogant
ShortDef
arrogant
Debugging
Headword:
ἀπρόσχωρος
Headword (normalized):
ἀπρόσχωρος
Headword (normalized/stripped):
απροσχωρος
IDX:
12677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12678
Key:
Data
{'content': 'arrogant'}