Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπρόσπλοκος
ἀπροσποίητος
ἀπροσπτωσία
ἀπρόσρητος
ἀπροστασίαστος
ἀπροστασίου
ἀπροστάτευτος
ἀπροστίμητος
ἀπρόστομος
ἀπρόσφιλος
ἀπρόσφορος
ἀπροσφυής
ἀπρόσφυλος
ἀπροσφωνητί
ἀπροσφώνητος
ἀπρόσχημος
ἀπρόσχωρος
ἀπρόσψαυστος
ἀπροσωπόληπτος
ἀπρόσωπος
ἀπροτίελπτος
View word page
ἀπρόσφορος
unsuitable, dangerous

ShortDef

unsuitable, dangerous

Debugging

Headword:
ἀπρόσφορος
Headword (normalized):
ἀπρόσφορος
Headword (normalized/stripped):
απροσφορος
IDX:
12671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12672
Key:

Data

{'content': 'unsuitable, dangerous'}