Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπροσόρατος
ἀπροσόρμιστος
ἀπροσπαθής
ἀπροσπέλαστος
ἀπρόσπλοκος
ἀπροσποίητος
ἀπροσπτωσία
ἀπρόσρητος
ἀπροστασίαστος
ἀπροστασίου
ἀπροστάτευτος
ἀπροστίμητος
ἀπρόστομος
ἀπρόσφιλος
ἀπρόσφορος
ἀπροσφυής
ἀπρόσφυλος
ἀπροσφωνητί
ἀπροσφώνητος
ἀπρόσχημος
ἀπρόσχωρος
View word page
ἀπροστάτευτος
without a leader

ShortDef

without a leader

Debugging

Headword:
ἀπροστάτευτος
Headword (normalized):
ἀπροστάτευτος
Headword (normalized/stripped):
απροστατευτος
IDX:
12667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12668
Key:

Data

{'content': 'without a leader'}