Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπρόσοπτος
ἀπροσόρατος
ἀπροσόρμιστος
ἀπροσπαθής
ἀπροσπέλαστος
ἀπρόσπλοκος
ἀπροσποίητος
ἀπροσπτωσία
ἀπρόσρητος
ἀπροστασίαστος
ἀπροστασίου
ἀπροστάτευτος
ἀπροστίμητος
ἀπρόστομος
ἀπρόσφιλος
ἀπρόσφορος
ἀπροσφυής
View word page
ἀπροσποίητος
unfeigned

ShortDef

unfeigned

Debugging

Headword:
ἀπροσποίητος
Headword (normalized):
ἀπροσποίητος
Headword (normalized/stripped):
απροσποιητος
IDX:
12662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12663
Key:

Data

{'content': 'unfeigned'}