Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
ἀδρανέω
ἀδρανής
ἀδρανία
Ἀδράστεια
View word page
ἀδουλία
being without slaves

ShortDef

being without slaves

Debugging

Headword:
ἀδουλία
Headword (normalized):
ἀδουλία
Headword (normalized/stripped):
αδουλια
IDX:
1265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1266
Key:

Data

{'content': 'being without slaves'}