Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
ἀπρόσκρουστος
ἀπρόσληπτος
ἀπρόσλογος
ἀπρόσμαχος
ἀπροσμηχάνητος
ἀπρόσμικτος
ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπρόσοπτος
ἀπροσόρατος
ἀπροσόρμιστος
ἀπροσπαθής
ἀπροσπέλαστος
ἀπρόσπλοκος
ἀπροσποίητος
ἀπροσπτωσία
ἀπρόσρητος
View word page
ἀπρόσοιστος
not to be withstood, irresistible
ShortDef
not to be withstood, irresistible
Debugging
Headword:
ἀπρόσοιστος
Headword (normalized):
ἀπρόσοιστος
Headword (normalized/stripped):
απροσοιστος
IDX:
12654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12655
Key:
Data
{'content': 'not to be withstood, irresistible'}