Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος2
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
ἀπρόσκρουστος
ἀπρόσληπτος
ἀπρόσλογος
ἀπρόσμαχος
ἀπροσμηχάνητος
ἀπρόσμικτος
ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπρόσοπτος
ἀπροσόρατος
ἀπροσόρμιστος
ἀπροσπαθής
ἀπροσπέλαστος
ἀπρόσπλοκος
ἀπροσποίητος
View word page
ἀπροσόδευτος
not turned to profit

ShortDef

not turned to profit

Debugging

Headword:
ἀπροσόδευτος
Headword (normalized):
ἀπροσόδευτος
Headword (normalized/stripped):
απροσοδευτος
IDX:
12652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12653
Key:

Data

{'content': 'not turned to profit'}