Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπροσκόλλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος2
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
ἀπρόσκρουστος
ἀπρόσληπτος
ἀπρόσλογος
ἀπρόσμαχος
ἀπροσμηχάνητος
ἀπρόσμικτος
ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος
ἀπρόσοιστος
ἀπροσόμιλος
ἀπρόσοπτος
ἀπροσόρατος
ἀπροσόρμιστος
ἀπροσπαθής
View word page
ἀπρόσμαχος
irresistible
ShortDef
irresistible
Debugging
Headword:
ἀπρόσμαχος
Headword (normalized):
ἀπρόσμαχος
Headword (normalized/stripped):
απροσμαχος
IDX:
12649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12650
Key:
Data
{'content': 'irresistible'}