Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
ἀδρανέω
ἀδρανής
ἀδρανία
View word page
ἀδουλέω
have no slaves

ShortDef

have no slaves

Debugging

Headword:
ἀδουλέω
Headword (normalized):
ἀδουλέω
Headword (normalized/stripped):
αδουλεω
IDX:
1264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1265
Key:

Data

{'content': 'have no slaves'}