Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπροσκαίρως
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπροσκόλλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος2
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
ἀπρόσκρουστος
ἀπρόσληπτος
ἀπρόσλογος
ἀπρόσμαχος
ἀπροσμηχάνητος
ἀπρόσμικτος
ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος
ἀπρόσοιστος
View word page
ἀπρόσκοπτος
without offence

ShortDef

without offence

Debugging

Headword:
ἀπρόσκοπτος
Headword (normalized):
ἀπρόσκοπτος
Headword (normalized/stripped):
απροσκοπτος
IDX:
12644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12645
Key:

Data

{'content': 'without offence'}