Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπροσκαίρως
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπροσκόλλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος2
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
ἀπρόσκρουστος
ἀπρόσληπτος
ἀπρόσλογος
ἀπρόσμαχος
ἀπροσμηχάνητος
ἀπρόσμικτος
ἀπροσόδευτος
ἀπρόσοδος
View word page
ἀπρόσκοπος2
unseeing, unexplored

ShortDef

not stumbling, void of offence
unseeing, unexplored

Debugging

Headword:
ἀπρόσκοπος2
Headword (normalized):
ἀπρόσκοπος
Headword (normalized/stripped):
απροσκοπος2
IDX:
12643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12644
Key:

Data

{'content': 'unseeing, unexplored'}