Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
ἀδρανέω
ἀδρανής
View word page
ἀδούλευτος
one who has never been a slave

ShortDef

one who has never been a slave

Debugging

Headword:
ἀδούλευτος
Headword (normalized):
ἀδούλευτος
Headword (normalized/stripped):
αδουλευτος
IDX:
1263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1264
Key:

Data

{'content': 'one who has never been a slave'}