Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπροσκαίρως
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπροσκόλλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος2
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
ἀπρόσκρουστος
ἀπρόσληπτος
ἀπρόσλογος
View word page
ἀπροσκαίρως
unseasonably

ShortDef

unseasonably

Debugging

Headword:
ἀπροσκαίρως
Headword (normalized):
ἀπροσκαίρως
Headword (normalized/stripped):
απροσκαιρως
IDX:
12638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12639
Key:

Data

{'content': 'unseasonably'}