Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπρόσειλος
ἀπροσεκτέω
ἀπρόσεκτος
ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπροσκαίρως
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπροσκόλλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος2
ἀπρόσκοπτος
ἀπροσκορής
View word page
ἀπρόσθικτος
untouched, not to be touched
ShortDef
untouched, not to be touched
Debugging
Headword:
ἀπρόσθικτος
Headword (normalized):
ἀπρόσθικτος
Headword (normalized/stripped):
απροσθικτος
IDX:
12635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12636
Key:
Data
{'content': 'untouched, not to be touched'}