Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπροσδόκητος
ἀπροσδοκία
ἀπρόσειλος
ἀπροσεκτέω
ἀπρόσεκτος
ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
ἀπροσκαίρως
ἀπρόσκεπτος
ἀπρόσκλητος
ἀπροσκόλλητος
ἀπρόσκοπος
ἀπρόσκοπος2
View word page
ἀπροσθετέω
suspend judgement

ShortDef

suspend judgement

Debugging

Headword:
ἀπροσθετέω
Headword (normalized):
ἀπροσθετέω
Headword (normalized/stripped):
απροσθετεω
IDX:
12633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12634
Key:

Data

{'content': 'suspend judgement'}