Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
ἀδρανέω
View word page
ἀδουλαγώγητος
not enslaved

ShortDef

not enslaved

Debugging

Headword:
ἀδουλαγώγητος
Headword (normalized):
ἀδουλαγώγητος
Headword (normalized/stripped):
αδουλαγωγητος
IDX:
1262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1263
Key:

Data

{'content': 'not enslaved'}