Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπρόσβλεπτος
ἀπροσδεής
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδιόριστος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσδοκία
ἀπρόσειλος
ἀπροσεκτέω
ἀπρόσεκτος
ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
ἀπρόσιτος
View word page
ἀπρόσεκτος
heedless, careless

ShortDef

heedless, careless

Debugging

Headword:
ἀπρόσεκτος
Headword (normalized):
ἀπρόσεκτος
Headword (normalized/stripped):
απροσεκτος
IDX:
12627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12628
Key:

Data

{'content': 'heedless, careless'}