Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπρόσβατος
ἀπρόσβλεπτος
ἀπροσδεής
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδιόριστος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσδοκία
ἀπρόσειλος
ἀπροσεκτέω
ἀπρόσεκτος
ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
ἀπρόσικτος
View word page
ἀπροσεκτέω
to be heedless, inattentive

ShortDef

to be heedless, inattentive

Debugging

Headword:
ἀπροσεκτέω
Headword (normalized):
ἀπροσεκτέω
Headword (normalized/stripped):
απροσεκτεω
IDX:
12626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12627
Key:

Data

{'content': 'to be heedless, inattentive'}