Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπροσαύδητος
ἀπρόσβατος
ἀπρόσβλεπτος
ἀπροσδεής
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδιόριστος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσδοκία
ἀπρόσειλος
ἀπροσεκτέω
ἀπρόσεκτος
ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
ἀπροσήγορος
ἀπροσηνής
ἀπροσθετέω
ἀπρόσθετος
ἀπρόσθικτος
View word page
ἀπρόσειλος
unsunned
ShortDef
unsunned
Debugging
Headword:
ἀπρόσειλος
Headword (normalized):
ἀπρόσειλος
Headword (normalized/stripped):
απροσειλος
IDX:
12625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12626
Key:
Data
{'content': 'unsunned'}