Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπρόπτωτος
ἀπρόρρητος
ἀπροσαγόρευτος
ἀπροσάρμοστος
ἀπροσάρτητος
ἀπροσαύδητος
ἀπρόσβατος
ἀπρόσβλεπτος
ἀπροσδεής
ἀπρόσδεικτος
ἀπρόσδεκτος
ἀπροσδιόνυσος
ἀπροσδιόριστος
ἀπροσδόκητος
ἀπροσδοκία
ἀπρόσειλος
ἀπροσεκτέω
ἀπρόσεκτος
ἀπροσέλευστος
ἀπροσεξία
ἀπροσηγορία
View word page
ἀπρόσδεκτος
inadmissible

ShortDef

inadmissible

Debugging

Headword:
ἀπρόσδεκτος
Headword (normalized):
ἀπρόσδεκτος
Headword (normalized/stripped):
απροσδεκτος
IDX:
12620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12621
Key:

Data

{'content': 'inadmissible'}