Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
Ἀδραμύττιον
View word page
ἄδοτος
without gifts
ShortDef
without gifts
Debugging
Headword:
ἄδοτος
Headword (normalized):
ἄδοτος
Headword (normalized/stripped):
αδοτος
IDX:
1261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1262
Key:
Data
{'content': 'without gifts'}