Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
Ἀδραμυττηνός
View word page
ἅδος2
decree

ShortDef

satiety, loathing
decree

Debugging

Headword:
ἅδος2
Headword (normalized):
ἅδος
Headword (normalized/stripped):
αδος2
IDX:
1260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1261
Key:

Data

{'content': 'decree'}