Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
ἀδούπητος
ᾉδοφοίτης
View word page
ἅδος
satiety, loathing

ShortDef

satiety, loathing
decree

Debugging

Headword:
ἅδος
Headword (normalized):
ἅδος
Headword (normalized/stripped):
αδος
IDX:
1259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1260
Key:

Data

{'content': 'satiety, loathing'}