Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβρόδαις
ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
View word page
ἄβρικτος
wakeful

ShortDef

wakeful

Debugging

Headword:
ἄβρικτος
Headword (normalized):
ἄβρικτος
Headword (normalized/stripped):
αβρικτος
IDX:
125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-126
Key:

Data

{'content': 'wakeful'}