Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
ἀδούλωτος
View word page
ἀδορυφόρητος
without body-guard

ShortDef

without body-guard

Debugging

Headword:
ἀδορυφόρητος
Headword (normalized):
ἀδορυφόρητος
Headword (normalized/stripped):
αδορυφορητος
IDX:
1257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1258
Key:

Data

{'content': 'without body-guard'}