Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπρίατος
ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἄπριστος
ἀπρίωτος
ἀπροαιρεσία
ἀπροαίρετος
ἀπρόβατος
ἀπρόβολος
ἀπροβουλευσία
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλία
ἀπρόβουλος
ἀπρόγραφος
ἀπροδιηγήτως
ἀπρόδικος
ἀπρόεδρος
ἀπρόθεσμος
ἀπροθέτως
ἀπροθυμία
ἀπρόθυμος
View word page
ἀπροβούλευτος
not planned beforehand, unpremeditated
ShortDef
not planned beforehand, unpremeditated
Debugging
Headword:
ἀπροβούλευτος
Headword (normalized):
ἀπροβούλευτος
Headword (normalized/stripped):
απροβουλευτος
IDX:
12576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12577
Key:
Data
{'content': 'not planned beforehand, unpremeditated'}