Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπρασία
ἄπρατος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἀπρεπίη
ἀπρήϋντος
ἀπριάτην
ἀπρίατος
ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἄπριστος
ἀπρίωτος
ἀπροαιρεσία
ἀπροαίρετος
ἀπρόβατος
ἀπρόβολος
ἀπροβουλευσία
ἀπροβούλευτος
ἀπροβουλία
ἀπρόβουλος
ἀπρόγραφος
View word page
ἄπριστος
not to be sawed
ShortDef
not to be sawed
Debugging
Headword:
ἄπριστος
Headword (normalized):
ἄπριστος
Headword (normalized/stripped):
απριστος
IDX:
12569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12570
Key:
Data
{'content': 'not to be sawed'}