Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
ἄδουλος
View word page
ἄδορπος
without food, fasting

ShortDef

without food, fasting

Debugging

Headword:
ἄδορπος
Headword (normalized):
ἄδορπος
Headword (normalized/stripped):
αδορπος
IDX:
1256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1257
Key:

Data

{'content': 'without food, fasting'}