Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπραγμάτευτος
ἀπραγμοσύνη
ἀπράγμων
Ἀπραγόπολις
ἀπρακτέω
ἄπρακτος
ἀπραξία
ἀπρασία
ἄπρατος
ἀπρέπεια
ἀπρεπής
ἀπρεπίη
ἀπρήϋντος
ἀπριάτην
ἀπρίατος
ἀπριγδόπληκτος
ἀπρίξ
ἄπριστος
ἀπρίωτος
ἀπροαιρεσία
ἀπροαίρετος
View word page
ἀπρεπής
unseemly, unbecoming, indecent, indecorous
ShortDef
unseemly, unbecoming, indecent, indecorous
Debugging
Headword:
ἀπρεπής
Headword (normalized):
ἀπρεπής
Headword (normalized/stripped):
απρεπης
IDX:
12562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12563
Key:
Data
{'content': 'unseemly, unbecoming, indecent, indecorous'}