Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδολίευτος
ἄδολος
ἁδονά
ἀδόνητος
ἀδόξαστος
ἀδοξέω
ἀδόξημα
ἀδοξία
ἀδοξοποίητος
ἄδοξος
ἄδορος
ἄδορπος
ἀδορυφόρητος
ἄδος
ἅδος
ἅδος2
ἄδοτος
ἀδουλαγώγητος
ἀδούλευτος
ἀδουλέω
ἀδουλία
View word page
ἄδορος
skin

ShortDef

skin

Debugging

Headword:
ἄδορος
Headword (normalized):
ἄδορος
Headword (normalized/stripped):
αδορος
IDX:
1255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1256
Key:

Data

{'content': 'skin'}