Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποψηφιστέον
ἀπόψηφος
ἀποψήχω
ἀποψιλόω
ἀποψίλωσις
ἀπόψιος
ἄποψις
ἀποψίω
ἀποψοφέω
ἀποψόφησις
ἀπόψυγμα
ἀπόψυζις
ἀπόψυχος
ἀποψύχω
ἀποψωλέω
ἀππαπαῖ
ἄππας
Ἀππία
Ἄππιος
ἀπραγέω
ἀπραγία
View word page
ἀπόψυγμα
ordure

ShortDef

ordure

Debugging

Headword:
ἀπόψυγμα
Headword (normalized):
ἀπόψυγμα
Headword (normalized/stripped):
αποψυγμα
IDX:
12541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12542
Key:

Data

{'content': 'ordure'}